ὑμαί

ὑμαί
ὑ̱μαί , ὑμός
your
fem nom/voc pl (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υμαί — Α (αιολ. τ.) επίρρ. μαζί, ομού …   Dictionary of Greek

  • αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 …   Dictionary of Greek

  • αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • υμός — ή, όν, και αιολ. τ. ὔμμος, α, ον, Α 1. υμέτερος, δικός σας 2. δικός σου («ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμ(ε) τού ὑμεῖς (πρβλ. ἡμός / ἐμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”